Ο παππούς μου, με έπαιρνε μαζί του μερικές φορές τα βράδια στο βουνό. Ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου μάθει, αλλά μου άρεσε να τον ακούω.
Ο παππούς μου ήταν ένας ποιητής χωρίς δόξα και επιτήδευση, ένας αξιοθρήνητα ταπεινός αγρότης που το μόνο που ήθελε ήταν να στήσει τη σκηνή του στη σκιά του βουνού και να ακούει τον άνεμο να φυσάει, ανάμεσα στα δέντρα. Είχε ένα πανέμορφο καφετί κυνηγόσκυλο, τον Ερμή. Κι ένα δισάκι που μέσα μάζευε βότανα γνωστά για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Όταν έπεφτε η νύχτα, άναβε μια φωτιά και, μετά από ένα συνοπτικό γεύμα και ένα ποτήρι γλυκό κρασί, άφηνε τον εαυτό του να απορροφηθεί από τις ονειροπολήσεις του. Μερικές φορές μου φαινόταν ότι το πνεύμα του θα άφηνε το σώμα του και θα με άφηνε με ένα σκιάχτρο τόσο ανέκφραστο όσο και το παραπέτασμα που κρεμόταν στην πόρτα της μικρής αυτοσχέδιας καλύβας. Ένιωσα μόνη στον κόσμο και φοβούμενη ξαφνικά τα μυστήρια του βουνού που με περιτριγύριζαν σαν μια ομάδα δαιμόνων, κούνησα τις άκρες των δακτύλων μου για να τον φέρω πίσω. Βγήκε από την άπνοιά του, τα μάτια του έλαμπαν και μου χαμογέλασε. Δεν θα γνωρίσω ποτέ πιο όμορφο χαμόγελο από το δικό του, ούτε στα πρόσωπα των ανθρώπων που τίμησα. Η φωνή του ήταν ελάχιστα αισθητή, αλλά όταν μου μιλούσε, αντηχούσε σε κάθε κύτταρο του σώματος μου σαν τραγούδι. Είπε, με τα μάτια του χαμένα στη λάμψη του ουράνιου στερεώματος, ότι υπήρχε ένα αστέρι εκεί πάνω για κάθε γενναίο κορίτσι στη γη. Του ζήτησα να μου δείξει το δικό μου. Το δάχτυλό του έδειξε το φεγγάρι, χωρίς δισταγμό, σαν να ήταν προφανές. Από τότε, όποτε κοιτούσα ψηλά, έβλεπα πανσέληνο. Κάθε βράδυ. Η δική μου πανσέληνος. Ποτέ δεν στιγματίστηκε, ποτέ δεν καλύφθηκε. Φώτιζα το δρόμο μου. Τόσο όμορφη που κανένα παραμύθι δεν θα μπορούσε να συγκριθεί. Τόσο φωτεινή που επισκίαζε τα γύρω αστέρια.
Απόψε, πολλά χρόνια μετά, μου φαίνεται ότι υπάρχουν λιγότερα αστέρια στον ουρανό. Το μόνο που απομένει από την πανσέληνο είναι μια γκρίζα γρατζουνιά που μόλις και μετά βίας ξεπερνά το μέγεθος ενός νυχιού. Όλη η αισθαντικότητα του κόσμου ασφυκτιά από τσιμεντένια μεγαθήρια, ενώ ο αέρας, φορτωμένος με σκόνη, σβήνει οικτρά τις ανάσες των ανθρώπων.
Ο Βέρνερ Χέρτζογκ, είχε πει πως δεν υπάρχει αρμονία στο σύμπαν. Πρέπει να εξοικειωθούμε μ αυτήν την ιδέα και πως δεν είναι όπως την έχουμε αντιληφθεί.
Στην εμπειρία της βαθιάς θλίψης, ο ίδιος ο κόσμος μοιάζει κατά κάποιον τρόπο αλλοιωμένος, χρωματισμένος από τη θλίψη, παραμορφωμένος από εικόνες, ένας κόσμος έρημος με την έννοια ότι είναι παγωμένος πίσω από μια οθόνη κινητού ή υπολογιστή κι ότι τίποτα νέο δεν είναι δυνατό να συμβεί. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τρομερούς παροξυσμούς καταστροφής. Σε προσπάθειες να θρυμματιστεί το περίβλημα της πραγματικότητας και ν΄απελευθερωθεί ο πραγματικός εαυτός που είναι παγιδευμένος μέσα του. Αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει μακριά από τον εαυτό συνολικά, προς νέες κοσμικές δεσμεύσεις που αναγνωρίζουν την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθεί μια άλλη λογική της ύπαρξης, ένας άλλος τρόπος να προχωρήσει κανείς.
Δύσκολη επιλογή..
Στον κόσμο μας, της τεχνολογίας και της εικόνας, ο καθένας έχει τα δικά του μέσα για ν΄αντισταθμίσει το κενό.
Έτσι, καθισμένη κι εγώ - όπως τόσοι άλλοι - στην απομόνωση του γραφείου μου, πίσω από ένα “τζάμι”, παρακολουθώ τον κόσμο να κινείται σε μια αποκαλυπτική φαντασίωση, διαγράφοντας αέναους κύκλους, τόσο του ανθρώπινου, όσο και του παγκόσμιου πεπερασμένου.
Παρακολουθώ τον κόσμο μέσα απ΄τις εικόνες που τον διαμορφώνουν, που γίνονται μορφές σκέψης, που συγκροτούν ένα νέο είδος γνώσης. Μια μορφή γνώσης που βασίζεται στην οπτική επικοινωνία, και συνεπώς εξαρτάται απ΄την αντίληψη, απαιτώντας μια συνακόλουθη ανάπτυξη ενός οπτικού νου.
Γεμίζω το κενό με "αισθητική" καθώς η εικόνα έχει γίνει μέρος του ιστού της καθημερινότητας μου, ενώ παράλληλα έχει αποκτήσει την ιδιότητα του "υπαρκτού". Τα αντικείμενα του στοχασμού και της ομορφιάς γίνονται αντιληπτά ως το "υπάρχον" μ΄ένα πέρασμα απ΄την αναπαράσταση στην παρουσίαση.
Μια καθαρή παρουσία ή καθαρή αμεσότητα, προκειμένου να κάνει παρόν αυτό που απουσιάζει, καταργώντας ένα αέναο παρόν σε μια παράλληλη χρονικότητα.
Αποτελούμενη από σωματίδια του χρόνου, που αποσπάστηκαν από την αίσθηση και μετατράπηκαν σε νόηση, ασχολούμενη περισσότερο με έννοιες και διατυπώσεις παρά με τη διαίσθηση και την επίδειξη.
Το παρόν που προκαλώ δεν είναι το παρόν του άμεσου, εκείνο της καθαρής και απλής αδρανούς θέσης όπου η λογική και η επιθυμία είναι σταθερές σε λήθαργο ή σε πλήρωση, χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
Ούτε είναι εκείνο της φευγαλέας ή αστραπιαίας στιγμής της απόφασης, εκείνης της υποδειγματικής απόφασης που παίρνουν οι ερωτευμένοι σ΄έναν αμοιβαίο εναγκαλισμό.
Ούτε και είναι το παρόν μιας άφιξης, μιας προσέγγισης, των προσώπων και των στιγμών, των τόπων, των χειρονομιών ενός προσώπου, των ωρών της ημέρας ή της νύχτας, των λέξεων που λέγονται, των σύννεφων που περνούν, των φυτών που μεγαλώνουν με μια συνειδητή βραδύτητα.
Αυτό το παρόν είναι ένα παρόν στο οποίο δραπετεύουμε προς ένα μέλλον που επιθυμούμε και που θέλουμε να αγνοήσουμε ταυτόχρονα (πράγμα που δεν μας εμποδίζει να δραπετεύσουμε επίσης προς ένα παρελθόν νοσταλγίας ή συλλογής στιγμών).
Η τελειότητα και η περατότητα ενώνονται μαζί (πράγμα που σημαίνει, αν το καλοσκεφτούμε, άνοιγμα προς το άπειρο).
Μια ατέλειωτη ιστορία των ερμηνειών της κάθαρσης.
Μια ιστορία , που είναι η ιστορία της εμμονής μας και που ποτέ δε θα βρούμε το νόημα, υποθέτωντας πως υπάρχει νόημα για να βρεθεί, κι ότι το νόημα είναι πάντα αυτό που εφευρίσκεται, αλλά δεν είναι ποτέ αυτό που ανακτάται.
Μια εμμονή για τη γνώση της ύπαρξης ως άπειρης ικανότητας για νόημα.
Σκέψη για το "νόημα" ως ένα τέλος που δεν πρέπει να φτάσουμε, αλλά ως αυτό που είναι δυνατόν να πλησιάσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου